σαπωνίνες

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι σαπωνίνες
      γενική των σαπωνινών
    αιτιατική τις σαπωνίνες
     κλητική σαπωνίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαπωνίνες < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική saponines < λατινική sapo[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sa.poˈni.nes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαπωνίνες

Ουσιαστικό

σαπωνίνες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • (χημεία) ενώσεις που προέρχονται από το φυτό σαπωναρία και χρησιμοποιούνται στην παραγωγή καθαριστικών προϊόντων

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.