σαντούρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαντούρι | τα | σαντούρια |
| γενική | του | σαντουριού | των | σαντουριών |
| αιτιατική | το | σαντούρι | τα | σαντούρια |
| κλητική | σαντούρι | σαντούρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Σαντούρ από μια ιρανική μικρογραφία ζωγραφικής από το 1830.
Ετυμολογία
- σαντούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική santur < περσική سنتور
Προφορά
- ΔΦΑ : /sanˈdu.ɾi/
Ουσιαστικό
σαντούρι ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) ανατολίτικο έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δύο λεπτές ράβδους (μπαγκέτες)
- —Ζορμπά [...] Θα τρώμε και θα πίνουμε μαζί. Κι ύστερα θα παίζεις σαντούρι.
—Αν έχω κέφι, ακούς; Αν έχω κέφι. Να σου δουλεύω όσο θες σκλάβος σου! Μα το σαντούρι είναι άλλο πράμα. Είναι θεριό, θέλει λευτεριά. Αν έχω κέφι, θα παίζω· θα τραγουδώ κιόλα. Και θα χορεύω....
- —Ζορμπά [...] Θα τρώμε και θα πίνουμε μαζί. Κι ύστερα θα παίζεις σαντούρι.
Σύνθετα
-
σαντούρι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.