σαμποτάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαμποτάρισμα τα σαμποταρίσματα
      γενική του σαμποταρίσματος των σαμποταρισμάτων
    αιτιατική το σαμποτάρισμα τα σαμποταρίσματα
     κλητική σαμποτάρισμα σαμποταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαμποτάρισμα < σαμποτάρω +-μα

Ουσιαστικό

σαμποτάρισμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.