σαμπαχαδάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαμπαχαδάκι | τα | σαμπαχαδάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | σαμπαχαδάκι | τα | σαμπαχαδάκια |
| κλητική | σαμπαχαδάκι | σαμπαχαδάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σαμπαχαδάκι ουδέτερο
- όμορφο τραγούδι ή σκοπός σε κλίμακα σαμπάχ
- και η Γεωργία η τρανή με κέφι και μεράκι, / σαμπαχαδάκι έλεγε με φίνο μπουζουκάκι (από τραγούδι σε στίχους του Δημήτρη Περδικόπουλου και μουσική Βασίλη Τσιτσάνη που ερμηνεύει η Γεωργία Μηττάκη)
Μεταφράσεις
σαμπαχαδάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.