σαλμονέλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σαλμονέλωση | οι | σαλμονελώσεις |
| γενική | της | σαλμονέλωσης | των | σαλμονελώσεων |
| αιτιατική | τη | σαλμονέλωση | τις | σαλμονελώσεις |
| κλητική | σαλμονέλωση | σαλμονελώσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαλμονέλωση < (άμεσο δάνειο) γαλλική salmonellose < salmonelle (σαλμονέλα)
Μεταφράσεις
σαλμονέλωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.