σαλεπτσής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαλεπτσής οι σαλεπτσήδες
      γενική του σαλεπτσή των σαλεπτσήδων
    αιτιατική τον σαλεπτσή τους σαλεπτσήδες
     κλητική σαλεπτσή σαλεπτσήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαλεπτσής < (άμεσο δάνειο) τουρκική salepçi + . Αναλύεται σε σαλέπ(ι) + -τσής. Δείτε και σαλεπιτζής

Προφορά

ΔΦΑ : /sa.lepˈt͡sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαλεπτσής

Ουσιαστικό

σαλεπτσής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.