σαλατικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαλατικό τα σαλατικά
      γενική του σαλατικού των σαλατικών
    αιτιατική το σαλατικό τα σαλατικά
     κλητική σαλατικό σαλατικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαλατικό < σαλάτα

Ουσιαστικό

σαλατικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.