σαλαμούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαλαμούρα οι σαλαμούρες
      γενική της σαλαμούρας
    αιτιατική τη σαλαμούρα τις σαλαμούρες
     κλητική σαλαμούρα σαλαμούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαλαμούρα < (άμεσο δάνειο) βενετική salamora < μεσαιωνική λατινική salimuria (αλμυρό νερό) < λατινικά sal (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₂l-) + muria

Προφορά

ΔΦΑ : /sa.laˈmu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαλαμούρα

Ουσιαστικό

σαλαμούρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.