σαζάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαζάνι τα σαζάνια
      γενική του σαζανιού των σαζανιών
    αιτιατική το σαζάνι τα σαζάνια
     κλητική σαζάνι σαζάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαζάνι < τουρκικά sajan

Ουσιαστικό

σαζάνι ουδέτερο

  • (ψάρι) ο κυπρίνος
    Ο Αλιάκμονας είναι γεμάτος σαζάνια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.