σάλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σάλα οι σάλες
      γενική της σάλας
    αιτιατική τη σάλα τις σάλες
     κλητική σάλα σάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σάλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sala

Ουσιαστικό

σάλα θηλυκό

  1. μεγάλη αίθουσα
    ήταν όλοι μαζεμένοι στη σάλα του ξενοδοχείου
  2. το σαλόνι
  3. δωμάτιο υποδοχής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.