σάλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σάλα | οι | σάλες |
| γενική | της | σάλας | — | |
| αιτιατική | τη | σάλα | τις | σάλες |
| κλητική | σάλα | σάλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σάλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sala
Ουσιαστικό
σάλα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.