ρόχαλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρόχαλο τα ρόχαλα
      γενική του ρόχαλου
& ροχάλου
των ρόχαλων
& ροχάλων
    αιτιατική το ρόχαλο τα ρόχαλα
     κλητική ρόχαλο ρόχαλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρόχαλο < (αναδρομικός σχηματισμός) ροχαλ(ίζω) + -ο[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾo.xa.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρόχαλο

Ουσιαστικό

ρόχαλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.