ρωμαντισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρωμαντισμός | οι | ρωμαντισμοί |
| γενική | του | ρωμαντισμού | των | ρωμαντισμών |
| αιτιατική | τον | ρωμαντισμό | τους | ρωμαντισμούς |
| κλητική | ρωμαντισμέ | ρωμαντισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρωμαντισμός < → δείτε τη λέξη ρομαντισμός
Μεταφράσεις
ρωμαντισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.