ρυμουλκατζής

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρυμουλκατζής οι ρυμουλκατζήδες
      γενική του ρυμουλκατζή των ρυμουλκατζήδων
    αιτιατική τον ρυμουλκατζή τους ρυμουλκατζήδες
     κλητική ρυμουλκατζή ρυμουλκατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ρυμουλκατζής < ρυμούλκα + -τζής

Ουσιαστικό

ρυμουλκατζής αρσενικό

  1. αυτός που διενεργεί ρυμούλκες, που ρυμουλκεί
  2. (επάγγελμα) ο καπετάνιος του ρυμουλκού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.