ρυμοτόμηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρυμοτόμηση | οι | ρυμοτομήσεις |
| γενική | της | ρυμοτόμησης* | των | ρυμοτομήσεων |
| αιτιατική | τη | ρυμοτόμηση | τις | ρυμοτομήσεις |
| κλητική | ρυμοτόμηση | ρυμοτομήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ρυμοτομήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ρυμοτόμηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.