ρούπι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρούπι τα ρούπια
      γενική του ρουπιού των ρουπιών
    αιτιατική το ρούπι τα ρούπια
     κλητική ρούπι ρούπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρούπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική urup

Ουσιαστικό

ρούπι ουδέτερο

Εκφράσεις

  • δεν κάνω ρούπι, δεν το κουνάω ρούπι: είμαι αμετακίνητος στις απόψεις μου ή δεν πρόκειται να μετακινηθώ από εδώ που είμαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.