ρουχαλάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρουχαλάκι τα ρουχαλάκια
      γενική
    αιτιατική το ρουχαλάκι τα ρουχαλάκια
     κλητική ρουχαλάκι ρουχαλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρουχαλάκι < ρούχο + υποκοριστικό επίθημα -αλάκι

Ουσιαστικό

ρουχαλάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.