ρουπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρουπία | οι | ρουπίες |
| γενική | της | ρουπίας | των | ρουπιών |
| αιτιατική | τη | ρουπία | τις | ρουπίες |
| κλητική | ρουπία | ρουπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρουπία < rūpya, σανσκριτική λέξη για το ασημένιο νόμισμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ρουπία θηλυκό
- κοινή ονομασία για τα νομίσματα της Ινδίας, του Πακιστάν, της Σρι Λάνκα, του Νεπάλ, του Μαυρίκιου, των Σεϋχελλών, των Μαλδίβων, της Ινδονησίας, και προηγουμένως της Βιρμανίας και του Αφγανιστάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.