ριχτάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ριχτάρι | τα | ριχτάρια |
| γενική | του | ριχταριού | των | ριχταριών |
| αιτιατική | το | ριχτάρι | τα | ριχτάρια |
| κλητική | ριχτάρι | ριχτάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ριχτάρι < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική throw
Ουσιαστικό
ριχτάρι ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.