ριζόρτ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ριζόρτ < αγγλική resort < αγγλοσαξονικά resorten < παλαιά γαλλικά resortir < sortir < λατινική sortiri, απαρέμφατο ενεστώτα τού sortior < sors < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ser- (ταξινομώ)
Ουσιαστικό
ριζόρτ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) ξενοδοχειακό συγκρότημα που προσφέρει δυνατότητες διαμονής, αναψυχής, διασκέδασης κ.ά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.