ριζοδόντι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ριζοδόντι τα ριζοδόντια
      γενική του ριζοδοντιού των ριζοδοντιών
    αιτιατική το ριζοδόντι τα ριζοδόντια
     κλητική ριζοδόντι ριζοδόντια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ριζοδόντι < ρίζα + -ο- + δόντι

Ουσιαστικό

ριζοδόντι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.