ρητινοκαλλιεργητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρητινοκαλλιεργητής οι ρητινοκαλλιεργητές
      γενική του ρητινοκαλλιεργητή των ρητινοκαλλιεργητών
    αιτιατική τον ρητινοκαλλιεργητή τους ρητινοκαλλιεργητές
     κλητική ρητινοκαλλιεργητή ρητινοκαλλιεργητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρητινοκαλλιεργητής < ρητίνη + -ο- + καλλιεργητής

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾi.ti.no.ka.li.eɾ.ʝiˈtis/

Ουσιαστικό

ρητινοκαλλιεργητής αρσενικό

  • (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται με την ρητινοκαλλιέργεια
    Εδώ και χρόνια τα προβλήματά τους διογκώνονται διαρκώς, το εισόδημά τους συρρικνώνεται και οι οικογένειες των ρητινοκαλλιεργητών δίνουν μάχη επιβίωσης. Να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια, λόγω της κρίσης και της συνακόλουθης αύξησης της ανεργίας, πολλοί επέστρεψαν στα χωριά της Βόρειας Εύβοιας και στράφηκαν στη ρητινοκαλλιέργεια, η οποία διαρκεί 9 περίπου μήνες. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.