ρεύση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεύση οι ρεύσεις
      γενική της ρεύσης* των ρεύσεων
    αιτιατική τη ρεύση τις ρεύσεις
     κλητική ρεύση ρεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρεύσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεύση < ρέω

Ουσιαστικό

ρεύση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.