ρεφορμίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεφορμίστρια οι ρεφορμίστριες
      γενική της ρεφορμίστριας των ρεφορμιστριών
    αιτιατική τη ρεφορμίστρια τις ρεφορμίστριες
     κλητική ρεφορμίστρια ρεφορμίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεφορμίστρια < ρεφορμιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

ρεφορμίστρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  ρεφορμιστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.