ρεστία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεστία οι ρεστίες
      γενική της ρεστίας των ρεστιών
    αιτιατική τη ρεστία τις ρεστίες
     κλητική ρεστία ρεστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεστία < (άμεσο δάνειο) ιταλική rastiare

Ουσιαστικό

ρεστία, -ας θηλυκό

  • το κύμα που δεν οφείλεται σε φανερή αιτία αλλά σε άνεμο που έπνευσε σε προγενέστερο χρόνο ή σε άλλη περιοχή
      Ο γέρος έβαλε τη λαγουδέρα ανάμεσα στις γάμπες του, άναψε το τσιγάρο του, και είπε: Είναι η ρεστία. Σαν πέσει ο αέρας δε γαληνεύει αμέσως η θάλασσα. Μένει κάμποσο ακόμα ταραγμένη. Χωρίς να το δείχνει στο μάτι (Τα νέα γράμματα, τόμ. 2, 1936, σελ. 284)

Συνώνυμα

  • αποθαλασσία
  • βουβό κύμα
  • σουέλ

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  • Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.