ρελάνς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρελάνς < (άμεσο δάνειο) γαλλική relance < relancer < re- + lancer < παλαιά γαλλική lancier < υστερολατινική lanceāre < lanceō < λατινική lancea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂k- (χτυπώ, πλήττω)

Ουσιαστικό

ρελάνς θηλυκό άκλιτο

  1. (χαρτοπαιξία) ποντάρισμα μεγαλύτερου ποσού απ’ τον αντίπαλο
  2. (μεταφορικά) η επανεμφάνιση ιδέας που είχε ξεχαστεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.