ρεζιλεύω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾe.ziˈle.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐ζι‐λεύ‐ω
Ρήμα
ρεζιλεύω, αόρ.: ρεζίλεψα, παθ.φωνή: ρεζιλεύομαι, π.αόρ.: ρεζιλεύτηκα, μτχ.π.π.: ρεζιλεμένος
- κάνω κάποιον ρεζίλι, γελοιοποιώ
- ↪ Όσο κι αν προσπαθείς να με ρεζιλέψεις, εγώ δεν ρεζιλεύομαι, ούτε πτοούμαι!
Συνώνυμα
- εξευτελίζω
- κάνω ρεντίκολο
- ντροπιάζω
- κάνω κάποιον ρόμπα
Εκφράσεις
- κάνω ρεζίλι
- ρεζίλι των σκυλιών
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ρεζιλεύω | ρεζίλευα | θα ρεζιλεύω | να ρεζιλεύω | ρεζιλεύοντας | |
| β' ενικ. | ρεζιλεύεις | ρεζίλευες | θα ρεζιλεύεις | να ρεζιλεύεις | ρεζίλευε | |
| γ' ενικ. | ρεζιλεύει | ρεζίλευε | θα ρεζιλεύει | να ρεζιλεύει | ||
| α' πληθ. | ρεζιλεύουμε | ρεζιλεύαμε | θα ρεζιλεύουμε | να ρεζιλεύουμε | ||
| β' πληθ. | ρεζιλεύετε | ρεζιλεύατε | θα ρεζιλεύετε | να ρεζιλεύετε | ρεζιλεύετε | |
| γ' πληθ. | ρεζιλεύουν(ε) | ρεζίλευαν ρεζιλεύαν(ε) |
θα ρεζιλεύουν(ε) | να ρεζιλεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ρεζίλεψα | θα ρεζιλέψω | να ρεζιλέψω | ρεζιλέψει | ||
| β' ενικ. | ρεζίλεψες | θα ρεζιλέψεις | να ρεζιλέψεις | ρεζίλεψε | ||
| γ' ενικ. | ρεζίλεψε | θα ρεζιλέψει | να ρεζιλέψει | |||
| α' πληθ. | ρεζιλέψαμε | θα ρεζιλέψουμε | να ρεζιλέψουμε | |||
| β' πληθ. | ρεζιλέψατε | θα ρεζιλέψετε | να ρεζιλέψετε | ρεζιλέψτε | ||
| γ' πληθ. | ρεζίλεψαν ρεζιλέψαν(ε) |
θα ρεζιλέψουν(ε) | να ρεζιλέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ρεζιλέψει | είχα ρεζιλέψει | θα έχω ρεζιλέψει | να έχω ρεζιλέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις ρεζιλέψει | είχες ρεζιλέψει | θα έχεις ρεζιλέψει | να έχεις ρεζιλέψει | έχε ρεζιλεμένο | |
| γ' ενικ. | έχει ρεζιλέψει | είχε ρεζιλέψει | θα έχει ρεζιλέψει | να έχει ρεζιλέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ρεζιλέψει | είχαμε ρεζιλέψει | θα έχουμε ρεζιλέψει | να έχουμε ρεζιλέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε ρεζιλέψει | είχατε ρεζιλέψει | θα έχετε ρεζιλέψει | να έχετε ρεζιλέψει | έχετε ρεζιλεμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν ρεζιλέψει | είχαν ρεζιλέψει | θα έχουν ρεζιλέψει | να έχουν ρεζιλέψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ρεζιλεμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ρεζιλεμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ρεζιλεμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ρεζιλεμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ρεζιλεύομαι | ρεζιλευόμουν(α) | θα ρεζιλεύομαι | να ρεζιλεύομαι | ||
| β' ενικ. | ρεζιλεύεσαι | ρεζιλευόσουν(α) | θα ρεζιλεύεσαι | να ρεζιλεύεσαι | (ρεζιλεύου) | |
| γ' ενικ. | ρεζιλεύεται | ρεζιλευόταν(ε) | θα ρεζιλεύεται | να ρεζιλεύεται | ||
| α' πληθ. | ρεζιλευόμαστε | ρεζιλευόμαστε ρεζιλευόμασταν |
θα ρεζιλευόμαστε | να ρεζιλευόμαστε | ||
| β' πληθ. | ρεζιλεύεστε | ρεζιλευόσαστε ρεζιλευόσασταν |
θα ρεζιλεύεστε | να ρεζιλεύεστε | (ρεζιλεύεστε) | |
| γ' πληθ. | ρεζιλεύονται | ρεζιλεύονταν ρεζιλευόντουσαν |
θα ρεζιλεύονται | να ρεζιλεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ρεζιλεύτηκα | θα ρεζιλευτώ | να ρεζιλευτώ | ρεζιλευτεί | ||
| β' ενικ. | ρεζιλεύτηκες | θα ρεζιλευτείς | να ρεζιλευτείς | ρεζιλέψου | ||
| γ' ενικ. | ρεζιλεύτηκε | θα ρεζιλευτεί | να ρεζιλευτεί | |||
| α' πληθ. | ρεζιλευτήκαμε | θα ρεζιλευτούμε | να ρεζιλευτούμε | |||
| β' πληθ. | ρεζιλευτήκατε | θα ρεζιλευτείτε | να ρεζιλευτείτε | ρεζιλευτείτε | ||
| γ' πληθ. | ρεζιλεύτηκαν ρεζιλευτήκαν(ε) |
θα ρεζιλευτούν(ε) | να ρεζιλευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ρεζιλευτεί | είχα ρεζιλευτεί | θα έχω ρεζιλευτεί | να έχω ρεζιλευτεί | ρεζιλεμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ρεζιλευτεί | είχες ρεζιλευτεί | θα έχεις ρεζιλευτεί | να έχεις ρεζιλευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ρεζιλευτεί | είχε ρεζιλευτεί | θα έχει ρεζιλευτεί | να έχει ρεζιλευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ρεζιλευτεί | είχαμε ρεζιλευτεί | θα έχουμε ρεζιλευτεί | να έχουμε ρεζιλευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ρεζιλευτεί | είχατε ρεζιλευτεί | θα έχετε ρεζιλευτεί | να έχετε ρεζιλευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ρεζιλευτεί | είχαν ρεζιλευτεί | θα έχουν ρεζιλευτεί | να έχουν ρεζιλευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ρεζιλεμένος - είμαστε, είστε, είναι ρεζιλεμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ρεζιλεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ρεζιλεμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ρεζιλεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ρεζιλεμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ρεζιλεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ρεζιλεμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.