ρεζιλεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾe.ziˈle.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :‐ρε‐ζι‐λεύ‐ο‐μαι
Ρήμα
ρεζιλεύομαι, πρτ.: ρεζιλευόμουν, στ.μέλλ.: θα ρεζιλευτώ, αόρ.: ρεζιλεύτηκα, μτχ.π.π.: ρεζιλεμένος, (ενεργ.: ρεζιλεύω)
- παθητική φωνή του ρήματος ρεζιλεύω
Συνώνυμα
- γίνομαι ρόμπα
Μεταφράσεις
ρεζιλεύομαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.