ρεγχασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρεγχασμός | οι | ρεγχασμοί |
| γενική | του | ρεγχασμού | των | ρεγχασμών |
| αιτιατική | τον | ρεγχασμό | τους | ρεγχασμούς |
| κλητική | ρεγχασμέ | ρεγχασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾeŋ.xaˈzmos/
Μεταφράσεις
ρεγχασμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.