ραφιγράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ραφιγράφος | οι | ραφιγράφοι |
| γενική | του | ραφιγράφου | των | ραφιγράφων |
| αιτιατική | τον | ραφιγράφο | τους | ραφιγράφους |
| κλητική | ραφιγράφε | ραφιγράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
ραφιγράφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.