ρασιοναλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρασιοναλισμός οι ρασιοναλισμοί
      γενική του ρασιοναλισμού των ρασιοναλισμών
    αιτιατική τον ρασιοναλισμό τους ρασιοναλισμούς
     κλητική ρασιοναλισμέ ρασιοναλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρασιοναλισμός < γαλλική rationalisme

Ουσιαστικό

ρασιοναλισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.