ραντιέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ραντιέρης | οι | ραντιέρηδες |
| γενική | του | ραντιέρη | των | ραντιέρηδων |
| αιτιατική | τον | ραντιέρη | τους | ραντιέρηδες |
| κλητική | ραντιέρη | ραντιέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ραντιέρης < (άμεσο δάνειο) γαλλική rentier (δικαιούχος ράντας)
Ουσιαστικό
ραντιέρης αρσενικό
- (επάγγελμα, συχνά με αρνητική έννοια) ο εισοδηματίας, ο προσοδούχος, αυτός που λαμβάνει εισόδημα προερχόμενο από τόκους και ενοίκια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.