ρακιτζοκάζανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρακιτζοκάζανο | τα | ρακιτζοκάζανα |
| γενική | του | ρακιτζοκάζανου | των | ρακιτζοκάζανων |
| αιτιατική | το | ρακιτζοκάζανο | τα | ρακιτζοκάζανα |
| κλητική | ρακιτζοκάζανο | ρακιτζοκάζανα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ρακιτζοκάζανο ουδέτερο
- το καζάνι που χρησιμοποιείται στο ρακιτζό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συνώνυμα
- ρακοκάζανο (στην κρητική διάλεκτο) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
καζάνι, ειδικά για την απόσταξη ρακής
|
|
Πηγές
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.