ραδιοτηλεόραση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ραδιοτηλεόραση | οι | ραδιοτηλεοράσεις |
| γενική | της | ραδιοτηλεόρασης | των | ραδιοτηλεοράσεων |
| αιτιατική | τη | ραδιοτηλεόραση | τις | ραδιοτηλεοράσεις |
| κλητική | ραδιοτηλεόραση | ραδιοτηλεοράσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ραδιοτηλεόραση θηλυκό
- το σύνολο των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών
- εταιρεία που λειτουργεί τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.