ραδικοβλάσταρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραδικοβλάσταρο τα ραδικοβλάσταρα
      γενική του ραδικοβλάσταρου των ραδικοβλάσταρων
    αιτιατική το ραδικοβλάσταρο τα ραδικοβλάσταρα
     κλητική ραδικοβλάσταρο ραδικοβλάσταρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραδικοβλάσταρο < ραδίκ(ι) + -ο- + βλαστάρ(ι) + -ο

Ουσιαστικό

ραδικοβλάσταρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.