ραδερφόρντιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- ραδερφόρντιο < ονομασία προς τιμήν του νεοζηλανδού πυρηνικού φυσικού Έρνεστ Ράδερφορντ
Ουσιαστικό
ραδερφόρντιο ουδέτερο
- (χημεία) χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 104 και χημικό σύμβολο Rf
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ραδερφόρντιο | τα | ραδερφόρντια |
| γενική | του | ραδερφόρντιου & ραδερφορντίου |
των | ραδερφόρντιων & ραδερφορντίων |
| αιτιατική | το | ραδερφόρντιο | τα | ραδερφόρντια |
| κλητική | ραδερφόρντιο | ραδερφόρντια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Περιοδικός πίνακας των στοιχείων
-
ραδερφόρντιο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ραδερφόρντιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.