ρέβω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρέβω < αρχαία ελληνική ῥέω → δείτε τη λέξη έρεψα. Η ορθογραφία συγχέεται συχνά με το ρήμα ρεύομαι (χωρίς ενεργητική φωνή) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρέ‐βω
Ρήμα
ρέβω: ο ενεστώτας πολύ σπάνιος, στ.μέλλ.: θα ρέψω, αόρ.: έρεψα
- (για οικοδομές) καταρρέω, ερειπώνομαι
- (για ανθρώπους) κουράζομαι πολύ, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι σωματικά
- ※ […] ούτε για τη μητέρα, που ψοφάει η κακομοίρα στη δουλειά, ούτε για μένα, που ράβω και ρέβω δώδεκα ώρες την ημέρα, για μιάμισυ δραχμή...
- Γρηγόριος Ξενόπουλος, Η τιμή του αδελφού - αθηναϊκό μυθιστόρημα. εκδ.Κολλάρος, 1920, απόσπασμα@books.google [μεταγραφή σε μονοτονικό]
- ※ […] ούτε για τη μητέρα, που ψοφάει η κακομοίρα στη δουλειά, ούτε για μένα, που ράβω και ρέβω δώδεκα ώρες την ημέρα, για μιάμισυ δραχμή...
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.