πῆδον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πῆδον τὰ πῆδ
      γενική τοῦ πήδου τῶν πήδων
      δοτική τῷ πήδ τοῖς πήδοις
    αιτιατική τὸ πῆδον τὰ πῆδ
     κλητική ! πῆδον πῆδ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πήδω
γεν-δοτ τοῖν  πήδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πῆδον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pṓds

Ουσιαστικό

πῆδον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.