πυελοτομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πυελοτομία | οι | πυελοτομίες |
| γενική | της | πυελοτομίας | των | πυελοτομιών |
| αιτιατική | την | πυελοτομία | τις | πυελοτομίες |
| κλητική | πυελοτομία | πυελοτομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πυελοτομία θηλυκό
- (ιατρική) (παρωχημένο) τομή της πυέλου (του νεφρού), για αφαίρεση λίθου
Μεταφράσεις
πυελοτομία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.