πυελίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πυελίτιδα | οι | πυελίτιδες |
| γενική | της | πυελίτιδας | των | πυελίτιδων |
| αιτιατική | την | πυελίτιδα | τις | πυελίτιδες |
| κλητική | πυελίτιδα | πυελίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
πυελίτιδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.