πταῖσμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πταῖσμᾰ τὰ πταίσμᾰτ
      γενική τοῦ πταίσμᾰτος τῶν πταισμᾰ́των
      δοτική τῷ πταίσμᾰτ τοῖς πταίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ πταῖσμᾰ τὰ πταίσμᾰτ
     κλητική ! πταῖσμᾰ πταίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πταίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  πταισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πταῖσμα < πταίω λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πταῖσμα ουδέτερο

  1. σκόνταμμα, παραπάτημα
  2. λάθος
  3. αποτυχία, συντριβή

Σύνθετα

  • ἐπίπταισμα
  • παράπταισμα (παράπαισμα)
  • πρόπταισμα
  • πρόσπταισμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.