πρόσφυξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
προσφῠγ-
ονομαστική πρόσφυξ οἱ πρόσφυγες
      γενική τοῦ πρόσφυγος τῶν προσφύγων
      δοτική τῷ πρόσφυγ τοῖς πρόσφυξ(ν)
    αιτιατική τὸν πρόσφυγ τοὺς πρόσφυγᾰς
     κλητική ! πρόσφυξ πρόσφυγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πρόσφυγε
γεν-δοτ τοῖν  προσφύγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόσφυξ < προσφεύγω, μεταπτωτική βαθμίδα προσφυγ- +
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: πρόσφυγας

Ουσιαστικό

πρόσφυξ αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.