πρόσειλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πρόσειλος τὸ πρόσειλον
      γενική τοῦ/τῆς προσείλου τοῦ προσείλου
      δοτική τῷ/τῇ προσείλ τῷ προσείλ
    αιτιατική τὸν/τὴν πρόσειλον τὸ πρόσειλον
     κλητική ! πρόσειλε πρόσειλον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πρόσειλοι τὰ πρόσειλ
      γενική τῶν προσείλων τῶν προσείλων
      δοτική τοῖς/ταῖς προσείλοις τοῖς προσείλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς προσείλους τὰ πρόσειλ
     κλητική ! πρόσειλοι πρόσειλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προσείλω τὼ προσείλω
      γεν-δοτ τοῖν προσείλοιν τοῖν προσείλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρόσειλος < πρόσ- + -ειλος. Αναλύεται σε πρός + εἵλ(η) + -ος

Επίθετο

πρόσειλος, -ος, -ον

  • προσήλιος, ηλιόλουστος
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 451 (450-451)
    κοὔτε πλινθυφεῖς | δόμους προσείλους ᾖσαν,
    κι ούτε πλιθόχτιστα | προσήλια σπίτια ξέραν,
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greeklanguage.gr
      4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 9.2.3, @scaife.perseus
    καλλίστη δὲ πίττα γίνεται καὶ καθαρωτάτη ἡ ἐκ τῶν σφόδρα προσείλων καὶ προσβόρρων, ἐκ δὲ τῶν παλισκίων βλοσυρωτέρα καὶ βορβορώδης·
      4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Περὶ φυτῶν αἰτιῶν, 2.7.1, @scaife.perseus
    Τοὺς δὲ τόπους ζητεῖ τοὺς οἰκείους οὐ μόνον τὰ περιττὰ καὶ ἴδια τῶν δένδρων ἀλλὰ καὶ τὰ κοινότερα γινόμενα· τὰ μὲν γὰρ φιλεῖ ξηροὺς τὰ δὲ εὐΰδρους τὰ δὲ χειμερινοὺς τὰ δὲ προσείλους τὰ δὲ παλισκίους καὶ ὅλως τὰ μὲν ὀρεινοὺς τὰ δὲ ἑλώδεις ὥσπερ καὶ διαιροῦσιν.
     συνώνυμα: προσήλιος

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.