πρόπους

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόπους οἱ πρόποδες
      γενική τοῦ πρόποδος τῶν προπόδων
      δοτική τῷ πρόποδ τοῖς πρόποσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πρόποδ τοὺς πρόποδᾰς
     κλητική ! πρόπους πρόποδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πρόποδε
γεν-δοτ τοῖν  προπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πρόπους' όπως «πρόπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόπους < πρό- + πούς

Ουσιαστικό

πρόπους αρσενικό

  1. που έχει μεγάλα πόδια
  2. (αστρονομία) αστέρας  δείτε τη λέξη Πρόπους στα «πόδια» του αστερισμού των Διδύμων
  3. υπώρεια, πρόποδες
  4. (ναυτικός όρος) η βάση του ιστίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.