πρόκριμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρόκριμα | τα | προκρίματα |
| γενική | του | προκρίματος | των | προκριμάτων |
| αιτιατική | το | πρόκριμα | τα | προκρίματα |
| κλητική | πρόκριμα | προκρίματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόκριμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πρόκριμα ουδέτερο
- η δοκιμασία, η προσπάθεια
- τέθηκε το πρόκριμα ορισμού της ανωτέρω λέξης
- το δικαστικό προηγούμενο
- η νομολογία έχει μεγάλη πρακτική χρησιμότητα, γιατί αποτελεί το πρόκριμα για την αντιμετώπιση παρόμοιων περιπτώσεων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.