πρωτοξαδέρφι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρωτοξαδέρφι | τα | πρωτοξαδέρφια |
| γενική | του | πρωτοξαδερφιού | των | πρωτοξαδερφιών |
| αιτιατική | το | πρωτοξαδέρφι | τα | πρωτοξαδέρφια |
| κλητική | πρωτοξαδέρφι | πρωτοξαδέρφια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρωτοξαδέρφι < πρωτοξάδερφος + -ι
Μεταφράσεις
πρωτοξαδέρφι
|
|
Πηγές
- πρωτοξαδέρφι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρωτοξαδέρφι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.