πρωτοξαδέρφι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρωτοξαδέρφι τα πρωτοξαδέρφια
      γενική του πρωτοξαδερφιού των πρωτοξαδερφιών
    αιτιατική το πρωτοξαδέρφι τα πρωτοξαδέρφια
     κλητική πρωτοξαδέρφι πρωτοξαδέρφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτοξαδέρφι < πρωτοξάδερφος +

Ουσιαστικό

πρωτοξαδέρφι ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.