πρωία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πρωία | οι | πρωίες |
| γενική | της | πρωίας | των | πρωιών |
| αιτιατική | την | πρωία | τις | πρωίες |
| κλητική | πρωία | πρωίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρωία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρωΐα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐ί‐α
Ουσιαστικό
πρωία θηλυκό
Εκφράσεις
- μία ωραία πρωία
Σημειώσεις
- στην καθαρεύουσα, και γραφή πρωΐα: το πρωί
- ※ Ἐγώ, ἑσπέρα, σὺ πρωΐα· / ἐγὼ σιγή, σὺ μελῳδία. / Σὺ μειδιᾷς, κ' ἐγὼ δακρύω· σὺ ἀνατέλλεις, κ' ἐγὼ δύω... (Αχιλλέας Παράσχος, Αντίθεσις)
Μεταφράσεις
πρωία
|
→ δείτε τη λέξη πρωί |
Αναφορές
- πρωία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.