πρυμνήτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πρυμνήτης | οι | πρυμνήτες |
| γενική | του | πρυμνήτη | των | πρυμνητών |
| αιτιατική | τον | πρυμνήτη | τους | πρυμνήτες |
| κλητική | πρυμνήτη | πρυμνήτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πρυμνήτης αρσενικό
- (ναυτικός όρος): ο υπαξιωματικός ή ναύτης καταστρώματος, που εκτελεί υπηρεσία στην πρύμνη πλοίου ή σκάφους
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πρυμνήτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.