προϋπαντώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προϋπαντώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προϋπαντῶ, συνηρημένος τύπος του προϋπαντάω < προ- + αρχαία ελληνική ὑπαντάω / ὑπαντῶ < ὑπό + ἀντάω / ἀντῶ < ἀντί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énti < *h₂énts < *h₂ent- (μπροστά)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.i.panˈdo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προϋπαντώ
παλιότερος συλλαβισμός: προϋπαντώ

Ρήμα

προϋπαντώ, -άς, -ά,..., αόρ.: προϋπάντησα (χωρίς παθητική φωνή) ή και προϋπαντιέμαι, προϋπαντώμαι

Συγγενικά

Κλίση

  • Και τύπος προϋπαντάω [1]
  • Στα περισσότερα λεξικά, χωρίς παθητική φωνή

προϋπαντιέμαι:

προϋπαντώμαι:

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.