προσωπίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | προσωπίς | αἱ | προσωπίδες | ||||
| γενική | τῆς | προσωπίδος | τῶν | προσωπίδων | ||||
| δοτική | τῇ | προσωπίδῐ | ταῖς | προσωπίσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | προσωπίδᾰ | τὰς | προσωπίδᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | προσωπίς* | προσωπίδες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσωπίδε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | προσωπίδοιν | ||||||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- προσωπίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πρόσωπ(ον) + -ίς
Πηγές
- προσωπίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.