προστῷον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ προστῷον τὰ προστῷ
      γενική τοῦ προστῴου τῶν προστῴων
      δοτική τῷ προστῴ τοῖς προστῴοις
    αιτιατική τὸ προστῷον τὰ προστῷ
     κλητική ! προστῷον προστῷ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προστῴω
γεν-δοτ τοῖν  προστῴοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προστῷον < προΐσταμαι < προ- + ἵσταμαι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

προστῷον

  • (αρχιτεκτονική) το μέρος ενός οικοδομήματος μπροστά από στοά
      ἐπειδὴ δὲ εἰσήλθομεν, κατελάβομεν Πρωταγόραν ἐν τῷ προστῴῳ περιπατοῦντα (Πλάτων, Πρωταγόρας, 314e)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.